μεσέγγυος

μεσέγγυος
ο (Α μεσέγγυος)
ο μεσεγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)-* + -εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. εχ-έγγυος, φερ-έγγυος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσέγγυος — third party masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσεγγύου — μεσέγγυος third party masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσεγγύῳ — μεσέγγυος third party masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσέγγυον — μεσέγγυος third party masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσέγγυον — μεσέγγυον, τὸ (Α) 1. μεσεγγύημα 2. παρακαταθήκη 3. ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μεσέγγυος κατά τα ουδ. ενέχυρον, δάνειον κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυούμαι — μεσεγγυοῡμαι, όομαι (Α) [μεσέγγυος] μεσεγγυώ …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυώ — άω (Α μεσεγγυῶ) [μεσέγγυος] καταθέτω ποσό χρημάτων ή επίδικο πράγμα σε τρίτο πρόσωπο ωσότου λυθεί η διαφορά μεταξύ τών διεκδικητών του αρχ. φρ. «μεσεγγυῶμαι ἀργύριον» καταθέτω χρήματα σε τρίτο πρόσωπο ως εγγύηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”